- ὑμετέραις
- ὑ̱μετέραις , ὑμέτεροςyourfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υμέτερος — έρα, ο / ὑμέτερος, έρα, ον, ΝΜΑ (κτητ. αντων.) (λόγ. τ.) 1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῑς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.) 2. (σπαν. αντί τού σός) δικός σου αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek